νεκροτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεκροτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nécrotomie < νεκρο- + -τομή
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεκροτομή θηλυκό
- η ανατομική εξέταση ενός νεκρού σώματος, συνήθως για να διευκρινιστούν τα αίτια του θανάτου
- ↪ ο ιατροδικαστής διενήργησε νεκροψία και νεκροτομή