↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γιατρός οι γιατροί
      γενική του/της γιατρού των γιατρών
    αιτιατική τον/τη γιατρό τους/τις γιατρούς
     κλητική γιατρέ γιατροί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γιατρός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιατρός < αρχαία ελληνική ἰατρός με τροπή του άτονου [i] > ημίφωνο [j] πριν από φωνήεν > αρχικό [ʝ] πριν από φωνήεν (συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας).[1] Δείτε και Γιάννης, γιορτή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝaˈtɾos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γιατρός αρσενικό ή θηλυκό (και θηλυκά: γιατρίνα, γιάτρισσα, γιατρέσα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία