γιατρός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | γιατρός | οι | γιατροί |
γενική | του/της | γιατρού | των | γιατρών |
αιτιατική | τον/τη | γιατρό | τους/τις | γιατρούς |
κλητική | γιατρέ | γιατροί | ||
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γιατρός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιατρός < αρχαία ελληνική ἰατρός με τροπή του άτονου [i] > ημίφωνο [j] πριν από φωνήεν > αρχικό [ʝ] πριν από φωνήεν (συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας).[1] Δείτε και Γιάννης, γιορτή
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γιατρός αρσενικό ή θηλυκό (και θηλυκά: γιατρίνα, γιάτρισσα, γιατρέσα)
- (επάγγελμα) αυτός που έχει το δικαίωμα να ασκεί την ιατρική αφού αποκτήσει ένα δίπλωμα που αντιστοιχεί σε ανάλογες σπουδές
επεξεργασία
- αγιάτρευτος
- γιατρειά
- γιατρείο (προφορικό)
- γιάτρεμα
- γιατρεύω
- γιατρικό
- γιατροσόφι
- μεγαλογιατρός
- τρελογιατρός
- και για το θέμα ιατρ- → δείτε τη λέξη ιατρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
γιατρός
|
επεξεργασία
- ↑ γιατρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.