Δείτε επίσης: Doktor

Ουσιαστικό

επεξεργασία

doktor (sh) (κυριλλική γραφή: доктор) αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο γιατρός
     συνώνυμα: lekar/ljekar, lečnik/liječnik, hećim, medicinar
  2. διδάκτορας

Συγγενικά

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

doktor (tr)

  1. (επάγγελμα) ο γιατρός
     συνώνυμα: hekim, tabip
  2. διδάκτορας

Συγγενικά

επεξεργασία