Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιάτρισσα οι γιάτρισσες
      γενική της γιάτρισσας των γιατρισσών
    αιτιατική τη γιάτρισσα τις γιάτρισσες
     κλητική γιάτρισσα γιάτρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιάτρισσα < γιατρός + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιάτρισσα θηλυκό

  1. (επάγγελμα, λαϊκό) γυναίκα γιατρός, γιατρίνα
  2. προσωνύμιο της Παναγίας
    η Παναγιά η Γιάτρισσα είναι ένα εκκλησάκι στη Μάνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία