• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Arzt

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γερμανικά (de)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Σύνθετα

Γερμανικά (de)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Arzt die Ärzte
γενική des Arztes
Arzts
der Ärzte
δοτική dem Arzt
Arzte
den Ärzten
αιτιατική den Arzt die Ärzte

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Arzt < (κληρονομημένο) παλαιά άνω γερμανική arzat < λατινική archiater < αρχαία ελληνική ἀρχίατρος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /aːɐ̯tst/
  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

Arzt (de) αρσενικό (θηλυκό Ärztin)

  • (ιατρική) ο γιατρός
    Der Arzt untersucht seinen Patienten.
    Ο γιατρός εξετάζει τον ασθενή του.

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ärztlich

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • Ärztkammer
  • Arzthelferin
  • Arztpraxis
  • Arztrechnung
  • Frauenarzt
  • Hausarzt
  • Kinderarzt
  • Tierarzt
  • Zahnarzt
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Arzt&oldid=5595925"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Σεπτεμβρίου 2022, στις 19:00
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Σεπτεμβρίου 2022, στις 19:00.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie