Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Ärztin die Ärztinnen
γενική der Ärztin der Ärztinnen
δοτική der Ärztin den Ärztinnen
αιτιατική die Ärztin die Ärztinnen

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ärztin < Arzt + -in

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɛːts.tin/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ärztin (de) θηλυκό (αρσενικό Arzt)

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Ärztin στη γερμανική Βικιπαίδεια