Δείτε επίσης: ιατρός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἰατρός οἱ/αἱ ἰατροί
      γενική τοῦ/τῆς ἰατροῦ τῶν ἰατρῶν
      δοτική τῷ/τῇ ἰατρ τοῖς/ταῖς ἰατροῖς
    αιτιατική τὸν/τὴν ἰατρόν τοὺς/τὰς ἰατρούς
     κλητική ! ἰατρέ ἰατροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰατρώ
γεν-δοτ τοῖν  ἰατροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ἰατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰατρός < αρχαία ελληνική ἰάομαι / ἰῶμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḫeu̯is

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἰατρός αρσενικό ή θηλυκό

  • ιατρός, επιστήμονας που εξασκεί την ιατρική
    ※  «Πέπονθας αἰκὲς πῆμ’ ἀποσφαλεὶς φρενῶν
    Πλάνῃ, κακὸς δ’ ἰατρὸς ὥς τις ἐς νόσον
    Πεσὼν ἀθυμεῖς καὶ σεαυτὸν οὐκ ἔχεις
    Εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος.»
    Έπαθες άπρεπο κακό. Του νου σου το ξεστράτισμα
    σε παρασέρνει και, σαν τον κακό γιατρό που αρρώστησε
    κι αυτός, βαριά πικραίνεσαι και δε μπορείς
    να βρεις για σένα φάρμακο να σε γιατρέψει.
    Αἰσχύλος, Προμηθεύς Δεσμώτης. 472-475 Μετάφραση: Π. Μουλλάς

Συγγενικά

επεξεργασία