πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἰατρεῖον τὰ ἰατρεῖ
      γενική τοῦ ἰατρείου τῶν ἰατρείων
      δοτική τῷ ἰατρεί τοῖς ἰατρείοις
    αιτιατική τὸ ἰατρεῖον τὰ ἰατρεῖ
     κλητική ! ἰατρεῖον ἰατρεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰατρείω
γεν-δοτ τοῖν  ἰατρείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰατρεῖον < ἰατρ(εύω) + -εῖον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ιατρείο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἰατρεῖον, -ου ουδέτερο

  1. (ιατρική) θεραπευτήριο
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 3, 405a
    Ἀκολασίας δὲ καὶ νόσων πληθυουσῶν ἐν πόλει ἆρ᾽ οὐ δικαστήριά τε καὶ ἰατρεῖα πολλὰ ἀνοίγεται, καὶ δικανική τε καὶ ἰατρικὴ σεμνύνονται, ὅταν δὴ καὶ ἐλεύθεροι πολλοὶ καὶ σφόδρα περὶ αὐτὰ σπουδάζωσιν;
    Όταν όμως πλεονάσουν μέσα σε μια πόλη η διαφθορά και οι αρρώστιες, δεν ανοίγουν τότε εκεί πολλά δικαστήρια και νοσοκομεία και δεν θα έχει μεγάλη υπόληψη η δικηγορική και η ιατρική, όταν δα πολλοί κι από την ανώτερη τάξη θα τις καλλιεργούν με μεγάλο ζήλο;
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 2, 1.3
    ἀναλαβὼν δὲ μεθ᾽ ἑαυτοῦ ἄνδρας πεντεκαίδεκα ἐγχειρίδια ἔχοντας ἐπορεύετο κατὰ τὴν πόλιν, καὶ ἐντυχών τινι ὀφθαλμιῶντι ἀνθρώπῳ ἀπιόντι ἐξ ἰατρείου, κάλαμον ἔχοντι, ἀπέκτεινε.
    Πήρε λοιπόν μαζί του δεκαπέντε άνδρες οπλισμένους μ᾽ εγχειρίδια και βγήκε στην πόλη· στον δρόμο του απάντησε κάποιον, άρρωστο από οφθαλμία, που ᾽βγαινε από ένα ιατρείο μ᾽ ένα καλάμι, και τον σκότωσε.
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greeklanguage.gr
  2. (ιατρική) θεραπεία
  3. (ελληνιστική σημασία) δαπάνη θεραπείας

Άλλες μορφές

επεξεργασία