ἰατρεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἰατρεῖον | τὰ | ἰατρεῖᾰ |
γενική | τοῦ | ἰατρείου | τῶν | ἰατρείων |
δοτική | τῷ | ἰατρείῳ | τοῖς | ἰατρείοις |
αιτιατική | τὸ | ἰατρεῖον | τὰ | ἰατρεῖᾰ |
κλητική ὦ! | ἰατρεῖον | ἰατρεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰατρείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰατρείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἰατρεῖον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἰατρεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- ἰατρεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰατρεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.