↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἰατρεῖον τὰ ἰατρεῖ
      γενική τοῦ ἰατρείου τῶν ἰατρείων
      δοτική τῷ ἰατρεί τοῖς ἰατρείοις
    αιτιατική τὸ ἰατρεῖον τὰ ἰατρεῖ
     κλητική ! ἰατρεῖον ἰατρεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰατρείω
γεν-δοτ τοῖν  ἰατρείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰατρεῖον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἰατρεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)