Ετυμολογία

επεξεργασία

γιατρεύω, αόρ.: γιάτρεψα, παθ.φωνή: γιατρεύομαι, π.αόρ.: γιατρεύτηκα, μτχ.π.π.: γιατρεμένος

  1. θεραπεύω έναν ασθενή, τον κάνω καλά, του δίνω την υγεία του
  2. (μεταφορικά) βοηθώ κάποιον να επουλώσει ένα ψυχικό τραύμα, μια συναισθηματική πληγή

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη γιατρός

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία