τρελογιατρός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τρελογιατρός < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τρελογιατρός αρσενικό ή θηλυκό, (ανεπίσημο) (θηλυκό τρελογιατρίνα)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τρελογιατρός
τρελογιατρός αρσενικό ή θηλυκό, (ανεπίσημο) (θηλυκό τρελογιατρίνα)