τρελογιατρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾe.lo.ʝaˈtɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρε‐λο‐για‐τρός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τρελογιατρός αρσενικό
- ιδιόρρυθμος γιατρός
- (ειρωνικό) ο ψυχίατρος
- άλλη μορφή: τρελόγιατρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- τρελογιατρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας