Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shrink shrinks

shrink (en)

ενεστώτας shrink
γ΄ ενικό ενεστώτα shrinks
αόριστος shrunk, shrank
παθητική μετοχή shrunk, shrunken
ενεργητική μετοχή shrinking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

shrink (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μπαίνω, για ρούχα, γίνονται μικρότερα, ειδικά όταν πλένονται σε νερό που είναι πολύ ζεστό
    This material doesn’t shrink in the wash.
    Αυτό το ύφασμα δεν μπαίνει στο πλύσιμο.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) συρρικνώνω, ελαττώνω, γίνομαι ή κάνω κάτι μικρότερο σε μέγεθος ή ποσότητα
    With proper treatment, the tumor shrank.
    Με την κατάλληλη θεραπεία συρρικνώθηκε ο όγκος.
    The population of the island is shrinking.
    Ο πληθυσμός του νησιού συρρικνώνεται.
    Our sales are shrinking.
    Οι πωλήσεις μας ελαττώνονται.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decrease

Συγγενικά

επεξεργασία