Ετυμολογία

επεξεργασία

συρρικνώνω < συρ- + αρχαία ελληνική ῥικνόομαι / ῥικνοῦμαι < ῥικνός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική resserrer)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.ɾiˈkno.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐ρι‐κνώ‐νω

συρρικνώνω, αόρ.: συρρίκνωσα, παθ.φωνή: συρρικνώνομαι, π.αόρ.: συρρικνώθηκα, μτχ.π.π.: συρρικνωμένος

  1. (κυριολεκτικά) κάνω κάτι να ζαρώσει, να μαζέψει, να μικρύνει σημαντικά
  2. (μεταφορικά) περιορίζω, μικραίνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία