συρρικνώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασυρρικνώνω < συρ- + αρχαία ελληνική ῥικνόομαι / ῥικνοῦμαι < ῥικνός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική resserrer)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.ɾiˈkno.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συρ‐ρι‐κνώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίασυρρικνώνω, αόρ.: συρρίκνωσα, παθ.φωνή: συρρικνώνομαι, π.αόρ.: συρρικνώθηκα, μτχ.π.π.: συρρικνωμένος
- (κυριολεκτικά) κάνω κάτι να ζαρώσει, να μαζέψει, να μικρύνει σημαντικά
- (μεταφορικά) περιορίζω, μικραίνω
Συγγενικά
επεξεργασία- ασυρρίκνωτος
- συρρικνούμενος
- συρρίκνωμα
- συρρικνωμένος
- συρρίκνωση
- → δείτε τη λέξη ρικνώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συρρικνώνω | συρρίκνωνα | θα συρρικνώνω | να συρρικνώνω | συρρικνώνοντας | |
β' ενικ. | συρρικνώνεις | συρρίκνωνες | θα συρρικνώνεις | να συρρικνώνεις | συρρίκνωνε | |
γ' ενικ. | συρρικνώνει | συρρίκνωνε | θα συρρικνώνει | να συρρικνώνει | ||
α' πληθ. | συρρικνώνουμε | συρρικνώναμε | θα συρρικνώνουμε | να συρρικνώνουμε | ||
β' πληθ. | συρρικνώνετε | συρρικνώνατε | θα συρρικνώνετε | να συρρικνώνετε | συρρικνώνετε | |
γ' πληθ. | συρρικνώνουν(ε) | συρρίκνωναν συρρικνώναν(ε) |
θα συρρικνώνουν(ε) | να συρρικνώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συρρίκνωσα | θα συρρικνώσω | να συρρικνώσω | συρρικνώσει | ||
β' ενικ. | συρρίκνωσες | θα συρρικνώσεις | να συρρικνώσεις | συρρίκνωσε | ||
γ' ενικ. | συρρίκνωσε | θα συρρικνώσει | να συρρικνώσει | |||
α' πληθ. | συρρικνώσαμε | θα συρρικνώσουμε | να συρρικνώσουμε | |||
β' πληθ. | συρρικνώσατε | θα συρρικνώσετε | να συρρικνώσετε | συρρικνώστε | ||
γ' πληθ. | συρρίκνωσαν συρρικνώσαν(ε) |
θα συρρικνώσουν(ε) | να συρρικνώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συρρικνώσει | είχα συρρικνώσει | θα έχω συρρικνώσει | να έχω συρρικνώσει | ||
β' ενικ. | έχεις συρρικνώσει | είχες συρρικνώσει | θα έχεις συρρικνώσει | να έχεις συρρικνώσει | έχε συρρικνωμένο | |
γ' ενικ. | έχει συρρικνώσει | είχε συρρικνώσει | θα έχει συρρικνώσει | να έχει συρρικνώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συρρικνώσει | είχαμε συρρικνώσει | θα έχουμε συρρικνώσει | να έχουμε συρρικνώσει | ||
β' πληθ. | έχετε συρρικνώσει | είχατε συρρικνώσει | θα έχετε συρρικνώσει | να έχετε συρρικνώσει | έχετε συρρικνωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν συρρικνώσει | είχαν συρρικνώσει | θα έχουν συρρικνώσει | να έχουν συρρικνώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συρρικνωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συρρικνωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συρρικνωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συρρικνωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συρρικνώνομαι | συρρικνωνόμουν(α) | θα συρρικνώνομαι | να συρρικνώνομαι | ||
β' ενικ. | συρρικνώνεσαι | συρρικνωνόσουν(α) | θα συρρικνώνεσαι | να συρρικνώνεσαι | ||
γ' ενικ. | συρρικνώνεται | συρρικνωνόταν(ε) | θα συρρικνώνεται | να συρρικνώνεται | ||
α' πληθ. | συρρικνωνόμαστε | συρρικνωνόμαστε συρρικνωνόμασταν |
θα συρρικνωνόμαστε | να συρρικνωνόμαστε | ||
β' πληθ. | συρρικνώνεστε | συρρικνωνόσαστε συρρικνωνόσασταν |
θα συρρικνώνεστε | να συρρικνώνεστε | (συρρικνώνεστε) | |
γ' πληθ. | συρρικνώνονται | συρρικνώνονταν συρρικνωνόντουσαν |
θα συρρικνώνονται | να συρρικνώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συρρικνώθηκα | θα συρρικνωθώ | να συρρικνωθώ | συρρικνωθεί | ||
β' ενικ. | συρρικνώθηκες | θα συρρικνωθείς | να συρρικνωθείς | συρρικνώσου | ||
γ' ενικ. | συρρικνώθηκε | θα συρρικνωθεί | να συρρικνωθεί | |||
α' πληθ. | συρρικνωθήκαμε | θα συρρικνωθούμε | να συρρικνωθούμε | |||
β' πληθ. | συρρικνωθήκατε | θα συρρικνωθείτε | να συρρικνωθείτε | συρρικνωθείτε | ||
γ' πληθ. | συρρικνώθηκαν συρρικνωθήκαν(ε) |
θα συρρικνωθούν(ε) | να συρρικνωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συρρικνωθεί | είχα συρρικνωθεί | θα έχω συρρικνωθεί | να έχω συρρικνωθεί | συρρικνωμένος | |
β' ενικ. | έχεις συρρικνωθεί | είχες συρρικνωθεί | θα έχεις συρρικνωθεί | να έχεις συρρικνωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συρρικνωθεί | είχε συρρικνωθεί | θα έχει συρρικνωθεί | να έχει συρρικνωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συρρικνωθεί | είχαμε συρρικνωθεί | θα έχουμε συρρικνωθεί | να έχουμε συρρικνωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συρρικνωθεί | είχατε συρρικνωθεί | θα έχετε συρρικνωθεί | να έχετε συρρικνωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συρρικνωθεί | είχαν συρρικνωθεί | θα έχουν συρρικνωθεί | να έχουν συρρικνωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συρρικνωμένος - είμαστε, είστε, είναι συρρικνωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συρρικνωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συρρικνωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συρρικνωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συρρικνωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συρρικνωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συρρικνωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συρρικνώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συρρικνώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συρρικνώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)