Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαρώνω < μεσαιωνική ελληνική ζαρώνω (μικραίνω, πτυχώνομαι, τσαλακώνομαι) < οζαρώνω < ίσως από αρχαία ελληνική ὄζος (μεταξύ άλλων και το μάτι του φυτού), αλλά αβέβαιο

ζαρώνω

  1. (αμετάβατο) κάνω ζάρες
    το πρόσωπό της ζάρωσε με τα χρόνια
  2. (μεταβατικό) δημιουργώ ζάρες
    μη μου ζαρώνεις τα μούτρα σου! (μη μορφάζεις)
  3. μαζεύομαι, κουλουριάζομαι
    είχε ζαρώσει σε μια γωνιά κι έτρεμε ακόμα από το φόβο της
  4. ρυτιδιάζω αφυδατωμένος (ή αφυγραμένος[1])
    τα πορτοκάλια ζάρωσαν τόσες μέρες αφάγωτα
  5. παύει η στύση του πέους μου, μου πέφτει, ξεκαυλώνω ή απλά κρυώνει το μόριό μου
    ζάρωσα μόλις μου είπε ότι δεν είχε ξυριστεί

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία