μορφάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μορφάζω < ελληνιστική κοινή μορφάζω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μορφάζω < μορφή
Ρήμα
επεξεργασίαμορφάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μορφάζω | μόρφαζα | θα μορφάζω | να μορφάζω | μορφάζοντας | |
β' ενικ. | μορφάζεις | μόρφαζες | θα μορφάζεις | να μορφάζεις | μόρφαζε | |
γ' ενικ. | μορφάζει | μόρφαζε | θα μορφάζει | να μορφάζει | ||
α' πληθ. | μορφάζουμε | μορφάζαμε | θα μορφάζουμε | να μορφάζουμε | ||
β' πληθ. | μορφάζετε | μορφάζατε | θα μορφάζετε | να μορφάζετε | μορφάζετε | |
γ' πληθ. | μορφάζουν(ε) | μόρφαζαν μορφάζαν(ε) |
θα μορφάζουν(ε) | να μορφάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μόρφασα | θα μορφάσω | να μορφάσω | μορφάσει | ||
β' ενικ. | μόρφασες | θα μορφάσεις | να μορφάσεις | μόρφασε | ||
γ' ενικ. | μόρφασε | θα μορφάσει | να μορφάσει | |||
α' πληθ. | μορφάσαμε | θα μορφάσουμε | να μορφάσουμε | |||
β' πληθ. | μορφάσατε | θα μορφάσετε | να μορφάσετε | μορφάστε | ||
γ' πληθ. | μόρφασαν μορφάσαν(ε) |
θα μορφάσουν(ε) | να μορφάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μορφάσει | είχα μορφάσει | θα έχω μορφάσει | να έχω μορφάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μορφάσει | είχες μορφάσει | θα έχεις μορφάσει | να έχεις μορφάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μορφάσει | είχε μορφάσει | θα έχει μορφάσει | να έχει μορφάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μορφάσει | είχαμε μορφάσει | θα έχουμε μορφάσει | να έχουμε μορφάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μορφάσει | είχατε μορφάσει | θα έχετε μορφάσει | να έχετε μορφάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μορφάσει | είχαν μορφάσει | θα έχουν μορφάσει | να έχουν μορφάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μορφάζω
|