Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μορφασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μορφασμ
ός
οι
μορφασμ
οί
γενική
του
μορφασμ
ού
των
μορφασμ
ών
αιτιατική
τον
μορφασμ
ό
τους
μορφασμ
ούς
κλητική
μορφασμ
έ
μορφασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μορφασμός
<
ελληνιστική κοινή
μορφασμός
<
αρχαία ελληνική
μορφάζω
μορφή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μορφασμός
αρσενικό
έκφραση
προσώπου
, με
συσπάσεις
που εκφράζουν έντονο πόνο ή συναίσθημα
Συνώνυμα
επεξεργασία
γκριμάτσα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
μορφάζω
και
μορφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μορφασμός
αγγλικά
:
wince
(en)
,
grimace
(en)
,
grin
(en)
γαλλικά
:
grimace
(fr)
,
moue
(fr)