γκριμάτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκριμάτσα | οι | γκριμάτσες |
γενική | της | γκριμάτσας | — | |
αιτιατική | την | γκριμάτσα | τις | γκριμάτσες |
κλητική | γκριμάτσα | γκριμάτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γκριμάτσα < γαλλική grimace < μέση γαλλική grimace < παλαιά γαλλική grimace / grimuche < grime (μάσκα) + -ace < φραγκική *grīma / *grīmo (μάσκα) < πρωτογερμανική *grīmô (μάσκα, περικεφαλαία) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ghrēi-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκριμάτσα θηλυκό