grimaco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- grimaco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grimaco | grimacoj |
αιτιατική | grimacon | grimacojn |
grimaco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grimaco | grimacoj |
αιτιατική | grimacon | grimacojn |
grimaco (eo)