μάσκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάσκα | οι | μάσκες |
γενική | της | μάσκας | των | μασκών |
αιτιατική | τη | μάσκα | τις | μάσκες |
κλητική | μάσκα | μάσκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάσκα < (άμεσο δάνειο) γαλλική masque ή παλαιά ιταλική masca (προσωπίδα, δαίμονας, > ιταλική maschera) < υστερολατινική masca < πιθανόν, θέμα *maska- (μαύρος) < άγνωστης ετυμολογίας, κατά μία άποψη συνδεδεμένο με την αραβική مَسْخَرَة (masḵara, παλιάτσος). [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈma.ska/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐σκα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάσκα θηλυκό
- προσωπείο, προσωπίδα
- καλύπτρα των ματιών ή όλου του προσώπου για μεταμφίεση στις αποκριές ή σε άλλες περιστάσεις κατά τις οποίες κάποιος θέλει να αποφύγει την αναγνώριση των χαρακτηριστικών του προσώπου του.
- καλύπτρα κεφαλής και προσώπου (π.χ. του σκιέρ ή του μοτοσικλετιστή) για προστασία από το κρύο.
- προστατευτική συσκευή (π.χ. αντιασφυξιογόνα μάσκα) ή καλύπτρα του προσώπου κατά την διάρκεια επικίνδυνων εργασιών (π.χ. κατά την ηλεκτροσυγκόλληση).
- (ιατρική) κάλυψη της μύτης και του στόματος με ειδική καλύπτρα που προστατεύει από μικρόβια και ως ένα βαθμό από ιούς (ιατρική ή χειρουργική μάσκα).
- (ιατρική) συσκευή που τοποθετείται στο πρόσωπο ασθενούς για να του παράσχει π.χ. οξυγόνο
- (κοσμετολογία) μάσκα προσώπου ή μαλλιών, δηλαδή κρέμα που καλύπτει για αρκετή ώρα όλο το πρόσωπο ή το τριχωτό με στόχο την ενυδάτωση ή τη σύσφιξη κ.ά.
- το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου, εκεί που τοποθετείται ο αριθμός κυκλοφορίας του, ο μπροστινός προφυλακτήρας και τα φώτα.
- (ναυτικός όρος) τα πλαϊνά της πλώρης, τα πλευρά της
- αντικείμενο από καουτσούκ με γυαλί και πλαστικό γύρω γύρω απ' αυτό το οποίο χρησιμοποιείται για καταδύσεις.
- (πληροφορική) mask: οντότητα που χρησιμοποιείται ως πρότυπο (υπόδειγμα) για δημιουργία (με αντιγραφή), μεταβολή και σύγκριση παρόμοιων οντοτήτων
- → δείτε τη λέξη bitmask
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αμασκάρευτος
- μάσκαρα
- μασκαράς & συγγενικά
- μασκέ
- μασκότ
- μασκοφόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μάσκα
|
ιατρική-χειρουργική μάσκα, κάλλυμα μύτης και στώματος
→ δείτε τη λέξη χειρουργική μάσκα |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.