Δείτε επίσης: μασκαρᾶς
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μασκαράς οι μασκαράδες
      γενική του μασκαρά των μασκαράδων
    αιτιατική τον μασκαρά τους μασκαράδες
     κλητική μασκαρά μασκαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μασκαράς αρσενικό (θηλυκό μασκαρού)

  1. ο μεταμφιεσμένος τις Απόκριες
  2. ο απατεώνας

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. μασκαράς -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. 1 2 μασκαράς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας