απατεώνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απατεώνας < αρχαία ελληνική ἀπατεών < ἀπατάω (: εξαπατώ, απατώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.pa.teˈo.nas/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπατεώνας αρσενικό (θηλυκό: απατεώνισσα)
- το πρόσωπο που ξεγελάει κι εξαπατά άλλους για δικό του όφελος, με το να εκμεταλλεύεται την εμπιστοσύνη, την καλή διάθεση που δείχνουν ή την αφέλειά τους
- ※ Ένας απατεώνας, που παριστάνει το θεοφοβούμενο και χρησιμοποιεί τη θρησκεία ως μέσο πλουτισμού και κοινωνικής ανόδου, εξαπατά έναν πλούσιο, κερδίζοντας τη συμπάθειά του. (Στάθης Βαλούκος, Η κωμωδία, εκδ. Αιγόκερως, 2001, σελ. 108)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- εγκληματίας
- κακοποιός
- κακούργος
- λαμόγιο (μειωτικό)