πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απατεώνας οι απατεώνες
      γενική του απατεώνα των απατεώνων
    αιτιατική τον απατεώνα τους απατεώνες
     κλητική απατεώνα απατεώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απατεώνας αρσενικό (θηλυκό: απατεώνισσα)

  • το πρόσωπο που ξεγελάει κι εξαπατά άλλους για δικό του όφελος, με το να εκμεταλλεύεται την εμπιστοσύνη, την καλή διάθεση που δείχνουν ή την αφέλειά τους
      Ένας απατεώνας, που παριστάνει το θεοφοβούμενο και χρησιμοποιεί τη θρησκεία ως μέσο πλουτισμού και κοινωνικής ανόδου, εξαπατά έναν πλούσιο, κερδίζοντας τη συμπάθειά του. (Στάθης Βαλούκος, Η κωμωδία, εκδ. Αιγόκερως, 2001, σελ. 108)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία