scoundrel
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈskaʊndr(ə)l/
Ετυμολογία
επεξεργασία- scoundrel < πιθανόν από το σκοτσέζικο ρήμα scunner
Ουσιαστικό
επεξεργασίαscoundrel (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΕπίσης
έννοια 'απατεώνας'
διάφοροι χαρακτηρισμοί
- villain (en)
- bastard (en)
- beast (en)
- son of a bitch (en)
- SOB (en)
- rat (en),
- louse (en)
- swine (en)
- dog (en)
- cur (en)
- hound (en)
- skunk (en)
- heel (en)
- snake (en), snake in the grass (en), wretch (en), scumbag (en), bad egg (en), stinker (en)· scrote (en)· sleeveen (en), spalpeen (en)· rat fink (en)· rotter (en), bounder (en), blighter (en)·
χυδαία: shit (en), bugger (en)· motherfucker (en), mother (en), mofo (en) παλαιά:
- ne'er-do-well (en)
- blackguard (en), miscreant (en), knave (en), dastard (en), vagabond (en), varlet (en), wastrel (en), rapscallion (en), whoreson (en)·
σύνθετο:
- (βρισιά) of a (ιδιότητα/ρόλος στην κοινωνία) πχ cad of a husband