villain
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
villain | villains |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvillain (en)
- ο κακός σε μια ιστορία, θεατρικό έργο κτλ.
- ↪ He played the villain’s role.
- Έπαιξε ρόλους κακού.
- ↪ the known villain of Greek cinema - η γνωστή κακιά του ελληνικού κινηματογράφου
- ↪ He played the villain’s role.
- o αχρείος άνθρωπος, το κάθαρμα
- (αρχαϊκή μορφή του villein) ο δουλοπάροικος