↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάθαρμα τα καθάρματα
      γενική του καθάρματος των καθαρμάτων
    αιτιατική το κάθαρμα τα καθάρματα
     κλητική κάθαρμα καθάρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάθαρμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάθαρμα (μολυσμένο απομεινάρι μετά από καθαρμό - απόβλητος) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈka.θaɾ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐θαρ‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάθαρμα ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κάθαρμᾰ τὰ καθάρμᾰτ
      γενική τοῦ καθάρμᾰτος τῶν καθαρμᾰ́των
      δοτική τῷ καθάρμᾰτ τοῖς καθάρμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κάθαρμᾰ τὰ καθάρμᾰτ
     κλητική ! κάθαρμᾰ καθάρμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καθάρμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  καθαρμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάθαρμα < καθαίρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάθαρμα, -τος ουδέτερο

  1. αυτό που αποβάλλεται όταν καθαρίζουμε κάτι
  2. (μεταφορικά) κάθαρμα, απόβλητος, ελεεινός
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 454 (454-455)
    [ΠΕ.] γρύζειν δὲ καὶ τολμᾶτον, ὦ καθάρματε, | ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ δεινὰ δρῶντ᾽ εἰλημμένω;
    [ΠΕΝ.] Και τολμάτε, καθάρματα, να γρούζετε, | που στα φόρα σάς έπιασα να κάνετε έγκλημα φοβερότατο;
    Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 128
    σοὶ δ᾽ ἀρετῆς, ὦ κάθαρμα, ἢ τοῖς σοῖς τίς μετουσία; ἢ καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς διάγνωσις;
    Γιατί αυτά βέβαια τον ακούγατε να λέει. Εσύ όμως, κάθαρμα, και το σόι σου ποιά σχέση έχετε με την αρετή; Ποιά η διάκριση για σένα ανάμεσα στο καλό και στο κακό;
    Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 211
    Ἀλλ᾽ οἶμαι ταῦτα μὲν ἂν εἴποι ἀνὴρ ὄντως βεβιωκὼς μετ᾽ ἀρετῆς· ἃ δὲ σὺ λέξεις, εἴποι ἂν κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν.
    Αυτά, νομίζω, θα έλεγε ένας πραγματικός άνδρας που έχει ζήσει ενάρετα· όσα όμως θα πεις εσύ θα τα έλεγε ένα κάθαρμα που προσποιείται τον ενάρετο.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  3. τόπος στον οποίο έχει γίνει τελετή καθαρισμού, εξαγνισμού
  4. (στον πληθυντικό) κάθαρση, εξαγνισμός
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1316 (1313-1316)
    ἡ νεᾶνις ἣ ᾽νθάδε | βωμοῖς παρίστατ᾽, Ἰφιγένει᾽, ἔξω χθονὸς | σὺν τοῖς ξένοισιν οἴχεται, σεμνὸν θεᾶς | ἄγαλμ᾽ ἔχουσα· δόλια δ᾽ ἦν καθάρματα.
    η κοπέλα που είχε | των βωμών τη φροντίδα, η Ιφιγένεια, πάει έξω από τη χώρα | με τους ξένους της θεάς κρατώντας τη σεβάσμια εικόνα· | κι αυτά τα καθαρίσματα ήταν δόλος.
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr