κανάγιας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κανάγιας | οι | κανάγιες & κανάγηδες |
γενική | του | κανάγια | των | — & κανάγηδων |
αιτιατική | τον | κανάγια | τους | κανάγιες & κανάγηδες |
κλητική | κανάγια | κανάγιες & κανάγηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια, -ιες προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «κανάγιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κανάγιας < (άμεσο δάνειο) βενετική canagia / ιταλική canaglia < cane + -aglia < λατινική canis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱwṓ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακανάγιας αρσενικό
- (υβριστικό) παλιάνθρωπος, κάθαρμα
- ※ Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω. / Κανάγιες! / Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαρας μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει. (Κώστας Καρυωτάκης, «Κάθαρσις»)