canaille
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
canaille | canailles |
canaille (fr) θηλυκό
- ο παλιάνθρωπος, το τομάρι, ο κανάγιας, το κάθαρμα
ενικός | πληθυντικός |
canaille | canailles |
canaille (fr) θηλυκό