τομάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τομάρι | τα | τομάρια |
γενική | του | τομαριού | των | τομαριών |
αιτιατική | το | τομάρι | τα | τομάρια |
κλητική | τομάρι | τομάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τομάρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατομάρι ουδέτερο
- το δέρμα, το πετσί
- (μειωτικό) η ανθρώπινη υπόσταση κάποιου, ο εαυτός του
- (υβριστικό) ο παλιάνθρωπος, ο τιποτένιος
- τομαράκι