Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πετσί τα πετσιά
      γενική του πετσιού των πετσιών
    αιτιατική το πετσί τα πετσιά
     κλητική πετσί πετσιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετσί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πετσίον < πέτσ(α) + -ίον < ιταλική pezza < δημώδης λατινική *pettia / *pettium < υστερολατινική pettia < γαλατική *pettyā < πρωτοκελτική *kʷezdis (κομμάτι, τμήμα)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πετσί ουδέτερο

  1. το δέρμα
  2. (ειδικότερα) το κατεργασμένο δέρμα ζώου που χρησιμοποιείται για καθαρισμό

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία