Ετυμολογία

επεξεργασία
πετσώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πετσώνω < πετσί

πετσώνω

  1. (για υλικό) γίνομαι σκληρός σαν πετσί
  2. ντύνω, καλύπτω κάτι μόνιμα, κολλώντας του δέρμα
  3. δένω, καλύπτω με ξύλα ομοιόμορφα, μία επιφάνεια δημιουργώντας τη βάση στην οποία θα στηριχτεί το τελικό υλικό
  4. (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος, ιδιωματισμός) τοποθετώ σανίδες στους νομείς σκάφους, δημιουργώντας περίβλημα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία