Ετυμολογία

επεξεργασία
τυλώνω < λείπει η ετυμολογία

τυλώνω

  1. τρώω τόσο πολύ που φουσκώνει η κοιλιά μου
  2. βγάζω κάλο ή εξόγκωμα· γεμίζω με κάλους ή με μεγάλα σκληρά μπιμπίκια

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία