Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυλώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

τυλώνω

  1. τρώω τόσο πολύ που φουσκώνει η κοιλιά μου
  2. βγάζω κάλο ή εξόγκωμα· γεμίζω με κάλους ή με μεγάλα σκληρά μπιμπίκια

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία