τυλώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τυλώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
τυλώνω
- τρώω τόσο πολύ που φουσκώνει η κοιλιά μου
- βγάζω κάλο ή εξόγκωμα· γεμίζω με κάλους ή με μεγάλα σκληρά μπιμπίκια
Εκφράσεις επεξεργασία
- την τύλωσα: έφαγα πάρα πολύ
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυλώνω
|