Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετσωμένος η πετσωμένη το πετσωμένο
      γενική του πετσωμένου της πετσωμένης του πετσωμένου
    αιτιατική τον πετσωμένο την πετσωμένη το πετσωμένο
     κλητική πετσωμένε πετσωμένη πετσωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετσωμένοι οι πετσωμένες τα πετσωμένα
      γενική των πετσωμένων των πετσωμένων των πετσωμένων
    αιτιατική τους πετσωμένους τις πετσωμένες τα πετσωμένα
     κλητική πετσωμένοι πετσωμένες πετσωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετσωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πετσώνω

  Μετοχή επεξεργασία

πετσωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία