πετσιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πετσιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πετσιάζω < πέτσ(α) -ιάζω[1]
Ρήμα
επεξεργασίαπετσιάζω
- σχηματίζω κρούστα / πέτσα σε επιφάνεια
- γίνομαι σκληρός όπως το πετσί
- → δείτε και και το ρήμα παξιμαδιάζω[2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πετσιάζω
|
- ↑ πετσιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 201. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-08-05.