Δείτε επίσης: κρουστά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρούστα οι κρούστες
      γενική της κρούστας
    αιτιατική την κρούστα τις κρούστες
     κλητική κρούστα κρούστες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρούστα θηλυκό

  • η γενική ονομασία για τη στερεοποιημένη ουσία που σχηματίζεται πάνω από διάφορες ρευστές ουσίες

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία