ο φλοιός (1) πάνω σε κορμό δέντρου
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φλοιός οι φλοιοί
      γενική του φλοιού των φλοιών
    αιτιατική τον φλοιό τους φλοιούς
     κλητική φλοιέ φλοιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλοιός < αρχαία ελληνική φλοιός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλοιός αρσενικό

  1. το εξωτερικό περίβλημα του κορμού των δέντρων
  2. η φλούδα των φρούτων
  3. το εξωτερικό στρώμα κάποιου σώματος (π.χ. της γης)
  4. το εξωτερικό τμήμα των εγκεφαλικών ημισφαιρίων

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλοιός < φλέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰlew (φουσκώνω, ρέω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλοιός αρσενικό

  1. το εξωτερικό περίβλημα των φυτών
  2. η μεμβράνη γύρω από τα αυγά πουλιών ή ψαριών
  3. το υλικό από το οποίο υφαίνουν τον ιστό τους οι αράχνες
  4. (μεταφορικά), το επιφανειακό και ανούσιο, το φόρτωμα με υπερβολικές διακοσμητικές λεπτομέρειες
    • περὶ τὸν φλοιόν ἀσχολεῖσθαι (το να ασχολείται καποιος με την επιφάνεια και όχι με την ουσία στο βάθος ενός θέματος)
    • ο Λακωνικὸς λόγος οὐκ ἔχει φλοιόν (η ομιλία των Σπαρτιατών δεν έχει επιφανειακές πολυλογίες)