ο φλοιός (1) πάνω σε κορμό δέντρου
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φλοιός οι φλοιοί
      γενική του φλοιού των φλοιών
    αιτιατική τον φλοιό τους φλοιούς
     κλητική φλοιέ φλοιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλοιός αρσενικό

  1. το εξωτερικό περίβλημα του κορμού των δέντρων
  2. η φλούδα των φρούτων
  3. το εξωτερικό στρώμα κάποιου σώματος (π.χ. της γης)
  4. το εξωτερικό τμήμα των εγκεφαλικών ημισφαιρίων

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλοιός αρσενικό

  1. το εξωτερικό περίβλημα των φυτών
  2. η μεμβράνη γύρω από τα αυγά πουλιών ή ψαριών
  3. το υλικό από το οποίο υφαίνουν τον ιστό τους οι αράχνες
  4. (μεταφορικά), το επιφανειακό και ανούσιο, το φόρτωμα με υπερβολικές διακοσμητικές λεπτομέρειες
    • περὶ τὸν φλοιόν ἀσχολεῖσθαι (το να ασχολείται καποιος με την επιφάνεια και όχι με την ουσία στο βάθος ενός θέματος)
    • ο Λακωνικὸς λόγος οὐκ ἔχει φλοιόν (η ομιλία των Σπαρτιατών δεν έχει επιφανειακές πολυλογίες)