φρούτο
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φρούτο | τα | φρούτα |
γενική | του | φρούτου | των | φρούτων |
αιτιατική | το | φρούτο | τα | φρούτα |
κλητική | φρούτο | φρούτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φρούτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική frutto < λατινική fructus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος fruor < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰruHg-: χρησιμοποιώ, απολαμβάνω)
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfru.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρού‐το
Ουσιαστικό Επεξεργασία
φρούτο ουδέτερο
- ο βρώσιμος καρπός οπωροφόρου φυτού
- → δείτε και τη λέξη καρπός
- (αργκό, μεταφορικά) άτομο με παράδοξη προσωπικότητα ή μια νέα συνήθεια
Συνώνυμα Επεξεργασία
Επεξεργασία
Σύνθετα Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι Επεξεργασία
Εκφράσεις Επεξεργασία
- άλλο φρούτο κι αυτό
- καινούριο φρούτο!
- παίφτω σαν ώριμο φρούτο
- τι φρούτο είναι αυτός/αυτή
- τι φρούτα βγάζει η Καλαμάτα;
- ώριμο φρούτο
Δείτε επίσης Επεξεργασία
- οπώρα
- γκρέιπφρουτ
- τούτι φρούτι
- φρουκτόζη
- Κατηγορία:Φρούτα στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Φρούτα (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις Επεξεργασία
φρούτο
|
Πηγές Επεξεργασία
- φρούτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- φρούτο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'φρούτο'.