• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

οπώρα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπώρα οι οπώρες
      γενική της οπώρας των οπωρών
    αιτιατική την οπώρα τις οπώρες
     κλητική οπώρα οπώρες
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οπώρα < αρχαία ελληνική ὀπώρα < *ὀποσάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁eser < *h₁esen

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

οπώρα θηλυκό

  • (λόγιο) το φρούτο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • οπωρικό
  • οπωροκηπευτικά
  • οπωρολαχανικά
  • οπωροπωλείο
  • οπωροπώλης
  • οπωροσάκχαρο
  • οπωροφόρο
  • οπωροφόρος
  • οπωρώνας
  • φθινόπωρο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    οπώρα

→ δείτε τη λέξη φρούτο

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οπώρα&oldid=4861107"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 09:37

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 09:37.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie