οπώρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οπώρα | οι | οπώρες |
γενική | της | οπώρας | των | οπωρών |
αιτιατική | την | οπώρα | τις | οπώρες |
κλητική | οπώρα | οπώρες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οπώρα < αρχαία ελληνική ὀπώρα < *ὀποσάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁eser < *h₁esen
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οπώρα θηλυκό
- (λόγιο) το φρούτο
Επεξεργασία
- οπωρικό
- οπωροκηπευτικά
- οπωρολαχανικά
- οπωροπωλείο
- οπωροπώλης
- οπωροσάκχαρο
- οπωροφόρο
- οπωροφόρος
- οπωρώνας
- φθινόπωρο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οπώρα
→ δείτε τη λέξη φρούτο |