οπωρικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οπωρικό | τα | οπωρικά |
γενική | του | οπωρικού | των | οπωρικών |
αιτιατική | το | οπωρικό | τα | οπωρικά |
κλητική | οπωρικό | οπωρικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οπωρικό < μεσαιωνική ελληνική ὀπωρικόν < ελληνιστική κοινή ὀπωρικός < αρχαία ελληνική ὀπώρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
οπωρικό ουδέτερο
- το φρούτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
οπωρικό
|