ὀπώρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὀπώρᾱ | αἱ | ὀπῶραι |
γενική | τῆς | ὀπώρᾱς | τῶν | ὀπωρῶν |
δοτική | τῇ | ὀπώρᾳ | ταῖς | ὀπώραις |
αιτιατική | τὴν | ὀπώρᾱν | τὰς | ὀπώρᾱς |
κλητική ὦ! | ὀπώρᾱ | ὀπῶραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀπώρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀπώραιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀπώρα < *ὀποσάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁eser < *h₁esen
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀπώρα θηλυκό
- το διάστημα από μέσα ή τέλη Ιουλίου μέχρι τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου, δηλαδή το δεύτερο μισό του θέρους ή το διάστημα από την ανατολή του Σείριου μέχρι την ανατολή του Αρκτούρου.
- το φρούτο
- γλαυκῆς ὀπώρας... ἐαρινὴ ὀπώρα
- (μεταφορικά) ακμή ηλικίας, ηλικία έρωτα και αναπαραγωγής