αναπαραγωγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπαραγωγή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναπαραγωγή θηλυκό
- (τεχνολογία) η παραγωγή αντιγράφων με βάση κάποιο πρότυπο ή κάποιου ήδη υπάρχοντος πρωτότυπου
- (βιολογία) η παραγωγή νέου οργανισμού μέσα από τη φυσική διαδικασία πολλαπλασιασμού
- (συνεκδοχικά) η διαδικασία της παραγωγής
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπαραγωγή