αντίγραφο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντίγραφο | τα | αντίγραφα |
γενική | του | αντίγραφου & αντιγράφου |
των | αντίγραφων & αντιγράφων |
αιτιατική | το | αντίγραφο | τα | αντίγραφα |
κλητική | αντίγραφο | αντίγραφα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντίγραφο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντίγραφον (επίσημο έγγραφο), ουδέτερο του ἀντίγραφος < ἀντιγράφω < ἀντί + γράφω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική copie[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /anˈdi.ɣɾa.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντί‐γρα‐φο
- τονικό παρώνυμο: αντιγράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντίγραφο ουδέτερο
- προϊόν αναπαραγωγής ομοίου πράγματος ή γραπτού λόγου
- ⮡ Μου έδωσε ένα αντίγραφο του σχεδίου.
- προϊόν απομίμησης έργου τέχνης
- ⮡ Ο πίνακας δεν ήταν αυθεντικός· ήταν αντίγραφο.
- (μεταφορικά) κάποιος που μοιάζει πολύ με κάποιον άλλο
- ⮡ Είναι πιστό αντίγραφο της μάνας του.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις αντιγράφω και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αντίγραφο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας