↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτοαντίγραφο τα φωτοαντίγραφα
      γενική του φωτοαντίγραφου
φωτοαντιγράφου
των φωτοαντίγραφων
φωτοαντιγράφων
    αιτιατική το φωτοαντίγραφο τα φωτοαντίγραφα
     κλητική φωτοαντίγραφο φωτοαντίγραφα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωτοαντίγραφο < φωτο + αντίγραφο ((καθαρεύουσα) φωτοαντίγραφον) μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική photocopy [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωτοαντίγραφο ουδέτερο

  • αντίγραφο που εκτυπώνεται με τη χρήση έντονης ακτινοβολίας σε ειδικό μηχάνημα

Ταυτόσημο

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία