photocopy
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
photocopy | photocopies |
photocopy (en)
- η φωτοτυπία, το φωτοαντίγραφο, το αντίγραφο από ένα φωτοαντιγραφικό
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | photocopy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | photocopies |
αόριστος | photocopied |
παθητική μετοχή | photocopied |
ενεργητική μετοχή | photocopying |
photocopy (en)