Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
copy copies

copy (en)

  1. το αντίγραφο, ένα πράγμα που είναι φτιαγμένο για να είναι το ίδιο με κάτι άλλο, ειδικά ένα έγγραφο ή ένα έργο τέχνης
    ⮡  This painting is a copy.
    Αυτός ο πίνακας είναι αντίγραφο.
    ⮡  I’ll make three copies of the letter.
    Θα κάνω τρία αντίγραφα της επιστολής.
  2. το αντίτυπο, ένα μόνο παράδειγμα βιβλίου, εφημερίδας κτλ. από τα οποία έχουν γίνει πολλά
    ⮡  Only 100 copies of this book were sold.
    Από αυτό το βιβλίο πουλήθηκαν μόνο 100 αντίτυπα.
  3. (πληροφορική) αντιγραφή τύπου δεδομένων (data type), έχει δύο υπώνυμα: shallow copy και deep copy

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας copy
γ΄ ενικό ενεστώτα copies
αόριστος copied
παθητική μετοχή copied
ενεργητική μετοχή copying

copy (en)

  1. (μεταβατικό) αντιγράφω
    ⮡  They copied out of the book.
    Αντέγραψαν από το βιβλίο.
  2. (μεταβατικό) κάνω μίμηση, μιμούμαι
    ⮡  He copies other people's voices for us and we laugh.
    Μας κάνει φωνές άλλων ανθρώπων και γελάμε.
    ⮡  She copied her uncle’s voice perfectly.
    Μιμήθηκε τέλεια τη φωνή του θείου της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη imitate