φωτοκόπια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωτοκόπια | οι | φωτοκόπιες |
γενική | της | φωτοκόπιας | — | |
αιτιατική | τη | φωτοκόπια | τις | φωτοκόπιες |
κλητική | φωτοκόπια | φωτοκόπιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωτοκόπια < (άμεσο δάνειο) αγγλική photocopy[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fo.toˈko.pça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐κό‐πια
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωτοκόπια θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωτοκόπια
→ δείτε τη λέξη φωτοτυπία |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φωτοκόπια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας