Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοκόπια οι φωτοκόπιες
      γενική της φωτοκόπιας
    αιτιατική τη φωτοκόπια τις φωτοκόπιες
     κλητική φωτοκόπια φωτοκόπιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοκόπια < (άμεσο δάνειο) αγγλική photocopy[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fo.toˈko.pça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐το‐κό‐πια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτοκόπια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία