ρεπροντιξιόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεπροντιξιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική reproduction[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεπροντιξιόν θηλυκό άκλιτο
- τυπογραφική αναπαραγωγή ζωγραφικού πίνακα
- το φοιτητικό δωμάτιο ήταν διακοσμημένο με μερικές ρεπροντιξιόν έργων του Βαν Γκογκ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρεπροντιξιόν
|
- ↑ ρεπροντιξιόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας