Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεπροντιξιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική reproduction[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεπροντιξιόν θηλυκό άκλιτο

  1. τυπογραφική αναπαραγωγή ζωγραφικού πίνακα
    το φοιτητικό δωμάτιο ήταν διακοσμημένο με μερικές ρεπροντιξιόν έργων του Βαν Γκογκ

  Μεταφράσεις επεξεργασία