οπωρολαχανικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | οπωρολαχανικά | ||
γενική | των | οπωρολαχανικών | ||
αιτιατική | τα | οπωρολαχανικά | ||
κλητική | οπωρολαχανικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοπωρολαχανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οπωρολαχανικά
|