• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

οπωροπώλης

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπωροπώλης οι οπωροπώλες
      γενική του οπωροπώλη των οπωροπωλών
    αιτιατική τον οπωροπώλη τους οπωροπώλες
     κλητική οπωροπώλη οπωροπώλες
όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οπωροπώλης < οπωρο- (< οπώρα) + -πώλης (< πωλώ)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

οπωροπώλης αρσενικό

  • ο μανάβης

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • οπωροπωλείο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    οπωροπώλης

→ δείτε τη λέξη μανάβης

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οπωροπώλης&oldid=4696647"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Αυγούστου 2020, στις 10:08

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Αυγούστου 2020, στις 10:08.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie