Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οπωροπώλης
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
οπωροπώλ
ης
οι
οπωροπώλ
ες
γενική
του
οπωροπώλ
η
των
οπωροπωλ
ών
αιτιατική
τον
οπωροπώλ
η
τους
οπωροπώλ
ες
κλητική
οπωροπώλ
η
οπωροπώλ
ες
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
οπωροπώλης
<
οπωρο-
(<
οπώρα
) +
-πώλης
(<
πωλώ
)
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
οπωροπώλης
αρσενικό
ο
μανάβης
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
οπωροπωλείο
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
οπωροπώλης
→
δείτε
τη λέξη
μανάβης