οπωροπώλισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- οπωροπώλισσα < οπωροπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοπωροπώλισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη οπωροπώλης
Μεταφράσεις
επεξεργασία οπωροπώλισσα
|
οπωροπώλισσα θηλυκό
|