οπωροπωλείο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οπωροπωλείο < οπωροπώλης
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οπωροπωλείο ουδέτερο
- κατάστημα που που πουλάει οπωροκηπευτικά
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οπωροπωλείο