• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

οπωροπωλείο

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Σύνθετα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οπωροπωλείο τα οπωροπωλεία
      γενική του οπωροπωλείου των οπωροπωλείων
    αιτιατική το οπωροπωλείο τα οπωροπωλεία
     κλητική οπωροπωλείο οπωροπωλεία
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οπωροπωλείο < οπωροπώλης

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

οπωροπωλείο ουδέτερο

  • κατάστημα που που πουλάει οπωροκηπευτικά

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • μανάβικο

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • οπωροπαντοπωλείο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    οπωροπωλείο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οπωροπωλείο&oldid=4866860"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 21:09

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 21:09.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie