μανάβικο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μανάβικο | τα | μανάβικα |
γενική | του | μανάβικου | των | μανάβικων |
αιτιατική | το | μανάβικο | τα | μανάβικα |
κλητική | μανάβικο | μανάβικα | ||
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μανάβικο ουδέτερο (πληθυντικός μανάβικα)
- το κατάστημα του μανάβη, όπου πωλούνται φρούτα και λαχανικά
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μανάβικο