• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μανάβικο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανάβικο τα μανάβικα
      γενική του μανάβικου των μανάβικων
    αιτιατική το μανάβικο τα μανάβικα
     κλητική μανάβικο μανάβικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μανάβικο < μανάβης + -ικο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μανάβικο ουδέτερο (πληθυντικός μανάβικα)

  • το κατάστημα του μανάβη, όπου πωλούνται φρούτα και λαχανικά

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • οπωροπωλείο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μανάβικο
  • αγγλικά : greengrocery (en), greengrocer's (en), fruit-grocery (en)
  • γερμανικά : Gemüseladen (de)
  • πολωνικά : warzywniak (pl) zieleniak (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μανάβικο&oldid=5591031"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Σεπτεμβρίου 2022, στις 19:06

Γλώσσες

    • English
    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Σεπτεμβρίου 2022, στις 19:06.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας