Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οπωροφόρο
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
οπωροφόρ
ο
τα
οπωροφόρ
α
γενική
του
οπωροφόρ
ου
των
οπωροφόρ
ων
αιτιατική
το
οπωροφόρ
ο
τα
οπωροφόρ
α
κλητική
οπωροφόρ
ο
οπωροφόρ
α
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
οπωροφόρο
<
ουσιαστικοποιημένο
ουδέτερο
του
επιθέτου
οπωροφόρος
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
οπωροφόρο
ουδέτερο
δέντρο
που παράγει
φρούτα
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
οπώρα
και
φέρω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
οπωροφόρο
γαλλικά
:
arbre fruitier
(fr)